- επανατείνω
- ἐπανατείνω (AM) (Α και ποιητ. τ. έπαντείνω) [τείνω]μσν.μέσ. ανταποδίδω κάτι («ἀντ' εὐεργεσίας σοι τὰ ἀνήκεστα τόλμηρῶς ἐπανετείνετο», Μηναία)αρχ.1. τεντώνω προς τα πάνω, σηκώνω ψηλά («ἐπανατείνας τὸν τράχηλον, παῑε, ἔφη», Ξεν.)2. μτφ. παρέχω («ἐπανέτεινε δὲ καὶ μείζονας ἐλπίδας τοῑς ἀξίοις ἐπαίνου», Ξεν.)3. προβάλλω4. υψώνω κάτι, σηκώνω εναντίον κάποιου («τολμήσει γὰρ ὁ Κυνίσκος ἐπανατείνασθαί μοι τὸ βάκτρον;», Λουκιαν.)5. μτφ. επισείω, προβάλλω ως απειλή («πολέμων ἀπειλάς... ἐπαναταθείσας», Δίον. Αλ.)6. (με απρμφ.) απειλώ να κάνω κάτι («καταρώμενοι λαβεῑν αὐτὴν ἐκείνην πεῑραν τούτων, ἅ κατὰ τῶν πέλας ἐπανετείνετο πράξειν», Πολ.)7. μέσ. μτφ. δίνω μεγάλες υποσχέσεις («ἐπανατεινάμενος λόγους τινὰς θαυμαστοὺς ώς ἐρῶν», Δίον. Αλ.)8. μέσ. επαναστατώ, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.